μυρσινίτης — wine flavoured with myrtle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινίτην — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινίτου — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινίτῃ — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρτίτης — ο (Α μυρτίτης) 1. το ποώδες φυτό μυρσινίτης 2. (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με μυρσίνη, ο μυρσινίτης («μυρτίτης οἶνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
μυρρινίτης — μυρρινίτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης … Dictionary of Greek
μυρσινάτος — μυρσινάτος, ον (Α) [μύρσινος] 1. αυτός που περιέχει μυρσίνη ή που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη 2. φρ. α) «μυρσινᾱτον ἔλαιον» έλαιο αρωματισμένο με χυμό μυρσίνης β) «μυρσινάτος οἶνος» μυρσινίτης, κατασκευασμένος από μυρσίνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί … Dictionary of Greek